- πιλοκαρπίνη
- Χολινομιμητική φαρμακευτική ουσία. Βγαίνει από το φυτό pilocarpus pinnatifolius, που φυτρώνει κυρίως στη Βραζιλία. Με τη μορφή υδροχλωρικού άλατος, χρησιμεύει (ως αλοιφή ή σταγόνες) στη θεραπεία ορισμένων παθήσεων των ματιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το γλαύκωμα.
* * *η, Ν(φαρμ.) αλκαλοειδές που εκχυλίζεται από το φυτό πιλόκαρπος, προκαλεί υπερέκκριση όλων τών αδένων και μείωση τής ενδοφθάλμιας πίεσης και χρησιμοποιείται σε νιτρική μορφή για τη θεραπεία τού γλαυκώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pilocarpine < pilocarpus (βλ. λ. πιλόκαρπος) + -ine].
Dictionary of Greek. 2013.