πιλοκαρπίνη

πιλοκαρπίνη
Χολινομιμητική φαρμακευτική ουσία. Βγαίνει από το φυτό pilocarpus pinnatifolius, που φυτρώνει κυρίως στη Βραζιλία. Με τη μορφή υδροχλωρικού άλατος, χρησιμεύει (ως αλοιφή ή σταγόνες) στη θεραπεία ορισμένων παθήσεων των ματιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το γλαύκωμα.
* * *
η, Ν
(φαρμ.) αλκαλοειδές που εκχυλίζεται από το φυτό πιλόκαρπος, προκαλεί υπερέκκριση όλων τών αδένων και μείωση τής ενδοφθάλμιας πίεσης και χρησιμοποιείται σε νιτρική μορφή για τη θεραπεία τού γλαυκώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pilocarpine < pilocarpus (βλ. λ. πιλόκαρπος) + -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιλοκαρπιδίνη — η, Ν αλκαλοειδές που συνοδεύει την πιλοκαρπίνη στα φύλλα τού φυτού πιλόκαρπος ο πτερόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pilocarpidine < pilocarpus (βλ. λ. πιλόκαρπος) + idine] …   Dictionary of Greek

  • πιλόκαρπος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ρουτίδες, από τα φύλλα τού οποίου λαμβάνεται η πιλοκαρπίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pilocarpus (< πίλος* + καρπός)] …   Dictionary of Greek

  • σιαλαγωγός — ό, Ν 1. αυτός που διοχετεύει το σάλιο («σιαλαγωγός πόρος») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σιαλαγωγά (φαρμ.) φάρμακα που προκαλούν υπερέκκριση σάλιου, όπως είναι η πιλοκαρπίνη 3. φρ. «σιαλαγωγά φάρμακα» τα σιαλαγωγά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”